φαλαγκτήριον

φαλαγκτήριον
φᾰλαγκτήριον, τό,
A block of wood, SIG57.33 (Milet., v B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαλαγκτήριον — τὸ, ΜΑ καθένα από τα στρογγυλά ξύλα που χρησιμοποιούνται για τη μετακίνηση βαρών, φαλάγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”